- ορθάνοιχτος
- -η, -οολότελα ανοιχτός, διάπλατος: Άφησες το παράθυρο ορθάνοιχτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορθάνοιχτος — η, ο ο τελείως ανοιχτός, ο διάπλατα ανοιχτός. επίρρ... ορθάνοιχτα τελείως ανοιχτά, διάπλατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού KarlWeigel] … Dictionary of Greek
ακράνοιχτος — η, ο [ακρανοίγω] 1. λίγο ανοιγμένος, μισανοιγμένος 2. εντελώς ανοιγμένος, ορθάνοιχτος … Dictionary of Greek
διάνοικτος — η, ο εντελώς ανοιχτός, ορθάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γρηγ. Ξενόπουλο] … Dictionary of Greek
διάπλατος — η, ο 1. ορθάνοιχτος 2. ξεδιπλωμένος τελείως επίρρ. διάπλατα α) ορθάνοιχτα β) πάνω στους δύο ώμους … Dictionary of Greek
ολάνοιχτος — και ολάνοικτος, η, ο ο εντελώς ή διάπλατα ανοιχτός, ο ορθάνοιχτος («δάσκαλε, πάμε ολάνοιχτος μάς καρτερεί κι ο ναός», Παλαμ.). επίρρ... ολάνοιχτα τελείως ανοιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ανοιχτός] … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
περιπολαίος — ον, Α (για μάτι) αυτός που είναι ολόγυρα ανοιχτός, ορθάνοιχτος, ή, κατ άλλους, αυτός που στρέφεται παντού, ευκίνητος, ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + κατάλ. αῖος (πρβλ. πηγ αίος)] … Dictionary of Greek
τρισάνοιχτος — η, ο, Ν ορθάνοιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + ανοιχτός / ανοικτός] … Dictionary of Greek
ολάνοιχτος — η, ο ο ολότελα ανοιχτός, ορθάνοιχτος: Άφησες το παράθυρο ολάνοιχτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)